- χορταποθήκη
- η сеновал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορταποθήκη — η, Ν αποθήκη χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ.Ν. Πιλάβιο] … Dictionary of Greek
χορταποθήκη — η αποθήκη χορταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
χορτοβολώνας — ο / χορτοβολών, ῶνος, ΝΜΑ αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ τού βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. ών (πρβλ. σιτο βολών)] … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek